Η παράλειψη ενημέρωσης του ασθενούς ως ιατρική αμέλεια (ΑΠ 655/2019-Nomos)
Πέραν από την ύπαρξη ενός ιατρικού σφάλματος, νομική βάση για τη διεκδίκηση χρηματικής ικανοποίησης μπορεί να αποτελέσει κι η παράλειψη διεξοδικής ενημέρωσης του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό του ως προς την ιατρική πράξη πριν από τη διενέργειας αυτής. Aμελής συμπεριφορά εκ μέρους του ιατρού δηλαδή η οποία γεννά αξίωση αποζημίωσης μπορεί να υπάρξει κι όταν εκείνος παρέλειψε να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με το είδος, τους κινδύνους και τις πιθανότητες αποτυχίας της θεραπείας την οποία προτείνει στον ασθενή ώστε εκείνος να δώσει την έγκυρη συναίνεσή του στην διεξαγωγή αυτής. Σε αυτήν την περίπτωση όμως ο ασθενής που στρέφεται εναντίον του ιατρού φέρει το βάρος της απόδειξης, ότι αν είχε ενημερωθεί επαρκώς δεν θα είχε επιλέξει να υποβληθεί στην ιατρική πράξη που εντέλει του επέφερε τη ζημία.
Από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προκύπτουν ως απαραίτητες προϋποθέσεις θεμελίωσης αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης η ύπαρξη παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, η επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης κι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτών. Δηλαδή πρέπει να αποδειχθεί ότι η συμπεριφορά του δράστη υπήρξε εκείνη η αιτία η οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ήταν ικανή να επιφέρει κι όντως επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Διαβάζοντας το άρθρο 24 του α.ν 1565/1939 – Κώδικας ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και σε συνδυασμό με τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του παραβίασε την υποχρέωση επιμέλειάς του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως δεν φέρει καμία ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο κάνω κανόνες, αν δηλαδή οι ιατρικές πράξεις στις οποίες προέβη διενεργήθηκαν “lege artis”, και ειδικότερα αν ενήργησε έτσι όπως θα ενεργούσε στη θέση του κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις κι έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός. Όμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2619/1998 σχετικά με τη σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει, μόνον εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του. Τέτοιου είδους συναίνεση στην οποία μπορεί να βασιστεί π.χ μία ιατρική επέμβαση είναι μόνο εκείνη που διαμορφώνεται κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσης του ασθενούς από τον ιατρό του για τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί δε να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεσή του αυτή.
Έτσι λοιπόν πέραν των ως άνω αναφερόμενων υποχρεώσεων του ιατρού που έχουν παγιωθεί προς αποφυγή αμιγώς ιατρογενών σφαλμάτων κατά την άσκηση οποιουδήποτε είδους ιατρικής πράξης, υφίσταται υποχρέωση του ιατρικού προσωπικού και δικαίωμα αντίστοιχα των ασθενών να ενημερώνονται σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των θεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών που μπορεί να υπάρξουν από τους θεράποντες ιατρούς τους, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν ελεύθερα τις αποφάσεις τους για την υποβολή τους στις μεθόδους αυτές ή όχι. Παραβίαση δε του δικαιώματος αυτού και της αντίστοιχης υποχρέωσης του ιατρού όπως αυτή προβλέπεται και από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση του ασθενούς, σε περίπτωση επέλευσης βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία από επιπλοκές, σχετιζόμενες με την εφαρμογή των πιο πάνω θεραπευτικών και ιατρικών μεθόδων και πρακτικών, κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 330 και 914 του ΑΚ (ΑΠ 687/2013). Δεν απαιτείται έτσι πάντοτε παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων της ιατρικής εκ μέρους των ασκούντων αυτήν, ένα σφάλμα δηλαδή στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, για να μιλήσουμε για ιατρική αμέλεια και συνακόλουθα για ευθύνη απέναντι στο θύμα-ασθενή. Ζήτημα αποζημίωσης μπορεί να υφίσταται κι όταν ο ιατρός ακολούθησε πιστά τις οδηγίες και τους κανόνες της επιστήμης του αλλά παρόλα αυτά η ιατρική πράξη οδήγησε σε ένα βλαπτικό αποτέλεσμα, μία ζημία, για την πιθανότητα επέλευσης της οποίας ο ασθενής δεν είχε ενημερωθεί σωστά από τον ιατρό. Σε αυτήν την περίπτωση όμως ο ασθενής είναι εκείνος που φέρει το βάρος να αποδείξει ότι αν είχε ενημερωθεί επαρκώς από τον θεράποντα ιατρό του δεν θα είχε υποβληθεί στην ιατρική πράξη που επέφερε τη ζημία, καθώς ο ισχυρισμός αυτός ουσιαστικά εντάσσεται στην στοιχειοθέτηση αιτιώδους συνδέσμου όπως περιγράψαμε ανωτέρω, στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ των παραλείψεων που αφορούν τη συναίνεση και την ενημέρωση αφενός και της ζημίας από την ιατρική πράξη αφετέρου. Αν αποδειχθεί επομένως ότι η έλλειψη ενημέρωσης για το ενδεχόμενο της συγκεκριμένης επιπλοκής που επήλθε δεν θα απέτρεπε τον ασθενή να δώσει τη συναίνεσή του στη πραγματοποίηση της επέμβασης καθώς η αναγκαιότητα της τελευταίας υπερτερούσε σαφώς της όποιας επιπλοκής τότε αποκλείεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου και συνακόλουθα η στοιχειοθέτηση ιατρικής αμέλειας.
Το παρόν δεν αποτελεί νομική ή άλλη επαγγελματική συμβουλή και για οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι αναγνώστες θα πρέπει να αναζητήσουν τον αντίστοιχο επαγγελματία.