Ιατρική αμέλεια – Περίπτωση εσφαλμένης διάγνωσης από μαιευτήρα-γυναικολόγο
Όλο και περισσότερες περιπτώσεις ποινικής ευθύνης ιατρών έρχονται στο φως με επίκεντρο ιατρούς μαιευτήρες-γυναικολόγους. Σε αντίστοιχη υπόθεση η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης (πηγή: tetravivlos.com), ο κατηγορούμενος ιατρός, μαιευτήρας-γυναικολόγος, δέχθηκε στο ιατρείο του νεαρή κοπέλα η οποία του εξέθεσε τον φόβο της ότι ενδεχομένως να είναι έγκυος καθώς είχε καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση επί δύο περίπου μήνες. Ο ιατρός αφού προέβη σε ενδοκολπικό υπέρηχο απεφάνθη ότι συντρέχει ενδομήτρια κύηση. Κατά το δικαστήριο όμως, ο ιατρός όφειλε, σύμφωνα με τους αποδεδειγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης να παραγγείλει διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων, χοριακή γοναδοτροπίνη (β-HCG) και εξέταση ούρων. Η διάγνωσή του έτσι ήταν εσφαλμένη καθώς η νεαρή κοπέλα είχε εξωμήτρια κύηση. Στη συνέχεια, κι αφού η ασθενής του μετέφερε την επιθυμία της να μην συνεχιστεί η κύηση, ο κατηγορούμενος της είπε να περάσει την επόμενη μέρα από το ιατρείο του προκειμένου να γίνει έκτρωση. Πράγματι η κοπέλα μετέβη, συνοδευόμενη από τον σύζυγό της, στο ιατρείο του ως άνω κατηγορούμενου ιατρού, ο οποίος πάντα σύμφωνα με την εσφαλμένη διάγνωσή του, προέβη στην εγχείρηση διακοπής της κύησης η οποία για την εν λόγω περίπτωση δεν ήτο η ενδεδειγμένη. Η κατάθεση περί του αντιθέτου της υπαλλήλου του ιατρείου, σύμφωνα με την οποία η εγκαλούσα ασθενής επισκέφθηκε το ιατρείο μόνο μία φορά και ότι αν και ρωτήθηκε για καθυστέρηση στην έμμηνο ρύση εκείνη το απέκρυψε λέγοντας ότι έχει κανονικά περίοδο δεν κρίθηκε πειστική καθώς μετά από σχετικές ερωτήσεις η μάρτυρας παραδέχθηκε ότι στο εν λόγω ιατρείο εργάζεται ως υπάλληλος και τρίτο άτομο.
Μετά την έκτρωση η ασθενής επισκέφθηκε για ακόμα μία φορά τον κατηγορούμενο ιατρό τον οποίο και ενημέρωσε ότι υποφέρει από συμπτώματα έντονου κοιλιακού άλγους. Εκείνος για δεύτερη φορά δεν παρήγγειλε εξετάσεις αίματος, χοριακή γοναδροτροπίνη (β-HCG) και εξέταση ούρων, ενέργειες στις οποίες όφειλε να προβεί κατά τους αποδεδειγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης αλλά αντίθετα αρκέστηκε εκ νέου στη διακολπική υπερηχογραφία, με αποτέλεσμα να καταλήξει πάλι σε εσφαλμένη διάγνωση, ήτοι εξαρτηματίτιδα και κολπίτιδα, παραβλέποντας κατ’ επέκταση την υφιστάμενη κατάσταση λόγω τη εξωμήτριας κύησης. Με βάση έτσι την λανθασμένη διάγνωσή του χορήγησε αντίστοιχα μη ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή, ήτοι σκευάσματα Tavanic 500mg, Flagyl 500mg, Brufen 600mg και δεν παρέπεμψε την ασθενή σε έτερο αρμόδιο ιατρό ή νοσοκομειακό ίδρυμα προκειμένου να αντιμετωπιστεί δια χειρουργείου η εξωμήτρια κύηση. Συνέπεια των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων, αναφέρει το δικαστήριο, ήταν μερικές μέρες αργότερα κι αφού εκείνη βρισκόταν με την αδερφή της εκτός του τόπου κατοικίας της για λόγους αναψυχής, έχοντας συμβουλευθεί και καθησυχασθεί από τον κατηγορούμενο ότι παρά τους πόνους που νιώθει είναι καλά στην υγεία της, να επιδεινωθεί σημαντικά η κατάσταση της υγείας της ασθενούς, να υποστεί ρήξη της εξωμήτριας κύησης, ρήξη σάλπιγγας και ενδοκοιλιακή αιμορραγία. Κατόπιν λιποθύμησε, περιήλθε σε κατάσταση σοκ-καταπληξίας και κινδύνευσε να χάσει τη ζωή της, κάτι το οποίο όμως απετράπη τη τελευταία στιγμή καθότι διακομίσθηκε σε επαρχιακό γενικό νοσοκομείο κι υπεβλήθη σε κατεπείγουσα χειρουργική επέμβαση κατά την οποία υπέστη σαλπιγγεκτομή και αφαίρεση ιστοτεμαχίου. Λόγω αυτού ο κατηγορούμενος ιατρός κηρύχθηκε ένοχος για σωματική βλάβη από αμέλεια και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση καθότι «με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, αν και λόγω του επαγγέλματος και της ιδιότητας του ήτο υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια, από έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του ή η παράλειψη του και προκάλεσε σωματική βλάβη και κάκωση σε άλλο άτομο.»
Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση από τον κατηγορούμενο η οποία κι έγινε δεκτή (ΑΠ 1380/2019) μιας και στην εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία ότι λήφθηκαν υπόψιν από το δικαστήριο οι δύο ιατρικές πραγματογνωμοσύνες των ιατρών που διορίστηκαν ως πραγματογνώμονες κατόπιν παραγγελίας του αρμόδιου εισαγγελέα προκειμένου να γνωμοδοτήσουν σχετικά με το αν πράγματι εντοπίζονται λάθη ή παραλείψεις του κατηγορούμενου τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θεραπεία της ασθενούς. Η υπόθεση έτσι παραπέμφθηκε για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο του οποίου την απόφαση αναμένουμε με ενδιαφέρον.
Το παρόν δεν αποτελεί νομική ή άλλη επαγγελματική συμβουλή και για οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι αναγνώστες θα πρέπει να αναζητήσουν τον αντίστοιχο επαγγελματία.