Πλαστικές επεμβάσεις και ιατρική αμέλεια
Περιπτώσεις ιατρικής ευθύνης προκύπτουν όχι μόνο από τις παραδοσιακού τύπου, συνήθεις ιατρικές πράξεις αλλά κι από έναν τομέα που τις τελευταίες δεκαετίες εξελίσσεται ραγδαία, αυτόν της πλαστικής χειρουργικής ή αλλιώς των κοσμητικών επεμβάσεων. Η ιδιαιτερότητα των επεμβάσεων αυτών έγκειται στο γεγονός ότι στόχος τους δεν είναι η σωτηρία της ζωής ή της σωματικής υγείας των ασθενών αλλά συχνά κι αποκλειστικά της ψυχικής υγείας αυτών. Πότε μπορεί λοιπόν να στοιχειοθετηθεί ιατρική ευθύνη όταν για παράδειγμα η επέμβαση αποσκοπούσε στη διόρθωση επουσιωδών ή κι ασήμαντων ατελειών του σώματος;
Πρωτίστως θα πρέπει να επισημανθεί ο ακόλουθος διαχωρισμός. Οι κοσμητικές επεμβάσεις διακρίνονται αφενός στις λεγόμενες «βαριατρικές επεμβάσεις» οι οποίες αποσκοπούν στην σωματική αποκατάσταση και συνηθέστερα εκείνης της λειτουργικότητας κάποιου οργάνου μετά από κάποιο σοβαρό ατύχημα όπως ένα τροχαίο. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται κι οι μη θεραπευτικού σκοπού εγχειρήσεις, οι οποίες είναι επανορθωτικές, δηλαδή μέσω αυτών επιδιώκεται να βοηθηθεί ο ασθενής στην απερίσκεπτη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και να απαλλαχθεί από τα ψυχολογικά προβλήματα, συνεπεία του τραυματισμού του. Η στοιχειοθέτηση της ιατρικής ευθύνης στις «βαριατρικές επεμβάσεις» δεν διαφέρει από εκείνης των κλασσικών θεραπευτικών επεμβάσεων.
Στον αντίποδα, η δεύτερη κατηγορία αφορά τις καθαρά «αισθητικές» επεμβάσεις οι οποίες γίνονται αποκλειστικά και μόνο προς βελτίωση της εξωτερικής εικόνας του ασθενούς. Εδώ δεν επιδιώκεται η αποκατάσταση μίας εμφανούς δυσμορφίας αλλά αντίθετα η διόρθωση μίας ασήμαντης ατέλειας ή ακόμα και να προσδοθεί στον ασθενή ένα ιδιαίτερο κάλλος στο πρόσωπο ή σε κάποιο άλλο σημείο του σώματός του. Κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία, προστατευόμενο αγαθό είναι η ανθρώπινη υγεία τόσο στη σωματική όσο και στη ψυχική της διάσταση. Ως εκ τούτου μία lege artis δηλαδή κατά τους κοινώς αποδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης διενεργηθείσα πλαστική επέμβαση θεωρείται εκ των προτέρων μη άδικη πράξη καθώς αποσκοπεί στην διαφύλαξη της ψυχικής υγείας των ασθενών κι όχι μία σωματική βλάβη η οποία απαιτεί την έγκυρη συναίνεση των ασθενών για να πάψει να είναι άδικη.
Επειδή όμως οι επεμβάσεις αυτές γίνονται όπως είπαμε για λόγους καθαρά αισθητικούς, το καθήκον επιμέλειας του ιατρού που αναλαμβάνει μία τέτοιου είδους επέμβαση είναι ιδιαιτέρως επαυξημένο καθώς στον αντίποδα δεν υφίσταται η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης κάποιου σοβαρού προβλήματος της υγείας του ασθενούς. Γι’ αυτό κι ο ιατρός θα πρέπει, προτού προβεί σε αυτού του τύπου τη κοσμητική επέμβαση, να σταθμίσει πολύ καλά τα αισθητικά οφέλη με τους τυχόν κινδύνους που ενδεχομένως να προκύψουν για τη ζωή και την υγεία του ασθενούς κι αντίστοιχα να απέχει από την διενέργεια της επέμβασης αυτής όταν οι τελευταίοι είναι δυσανάλογοι μεγαλύτεροι προς την προσδοκώμενη αισθητική ωφέλεια. Αυτή είναι και η κρατούσα άποψη στη νομολογία, η οποία έχει δεχτεί την ύπαρξη ιατρικής αμέλειας μεταξύ άλλων επί πλαστικών επεμβάσεων μη ανταποκρινόμενων στους κανόνες της ιατρικής, διενεργηθέντων υπό συνθήκες ελλιπούς εξοπλισμού ή από ιατρό που δεν είχε την απαιτούμενη ειδικότητα.
Το παρόν δεν αποτελεί νομική ή άλλη επαγγελματική συμβουλή και για οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι αναγνώστες θα πρέπει να αναζητήσουν τον αντίστοιχο επαγγελματία.