Διαζύγιο και αποζημίωση λόγω προσβολής προσωπικότητας – ΕφΠειρ 42/2020
Γεγονότα κατά τη διάρκεια του γάμου, όπως μία εξωσυζυγική σχέση, μπορεί να οδηγήσουν αναμφίβολα στον χωρισμό και στην έκδοση διαζυγίου. Γίνεται όμως η συμπεριφορά του ενός συζύγου, που υπήρξε καταλυτική για τη διάλυση του γάμου, να αποτελέσει και λόγο αποζημίωσης του άλλου; Και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις;
Όπως γίνεται δεκτό στις αποφάσεις των δικαστηρίων της χώρας μας, μέσω των σχετικών διατάξεων του Αστικού μας Κώδικα περί διαζυγίου έχει καθιερωθεί ένα σύστημα αντικειμενικό. Η υπαιτιότητα, η εξακρίβωση δηλαδή του ποιος ευθύνεται για την ρήξη μεταξύ του ζευγαριού, δεν κατέχει την ίδια σημασία όπως παλιότερα. Πλέον ο στόχος είναι να προασπιστεί το δικαίωμα του κάθε συζύγου να απεμπλακεί από τον γάμο αυτό και να μπορέσει να προχωρήσει στη ζωή του με την απόπειρα δημιουργίας μία νέας οικογένειας. Μία συμπεριφορά που δεν είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της έγγαμης συμφωνίας αναπόφευκτα συνιστά πάντοτε και προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου που είναι ο αποδέκτης αυτής. Αυτό όμως δεν σημαίνει αυτομάτως ότι στον σύζυγο αυτόν γεννάται επιπλέον, πέραν του δικαιώματος να ζητήσει τη λύση δηλαδή του γάμου, και το δικαίωμα να απαιτήσει να αποζημιωθεί λόγω της προσβολής αυτής. Έτσι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ) δεν αφορά την περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας λόγω παραβίασης συζυγικών υποχρεώσεων.
Όμως, «όταν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα, είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας που συνεπάγεται, για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης». Δεν αρκεί επομένως οποιαδήποτε προσβολής της προσωπικότητας του άλλου συζύγου αλλά απαιτείται «σοβαρή τοιαύτη, με την έννοια ότι δημιουργούνται εξαιρετικές συνθήκες τέτοιες, που η ανθρώπινη αντοχή υπερβαίνει τα όρια αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου» καθώς και να αποδεικνύεται «ότι τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων ήταν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν και οδήγησαν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου σε βάρος του οποίου έλαβαν χώρα.
Πότε επομένως μπορούμε να μιλάμε για «σοβαρή, τοιαύτη προσβολή»; Για συμπεριφορές που «εκφεύγουν της αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου» καθώς και «πρόσφορα και ικανά» να μειώσουν την υπόληψη περιστατικά;
Στην εν λόγω υπόθεση η οποία απασχόλησε το Εφετείο Πειραιώς, οι σύζυγοι, οι οποίοι ήταν και γονείς ενός κοριτσιού, αποφάσισαν αρχικώς να χωρίσουν συναινετικά καθώς η εναγόμενη σύζυγος αποκάλυψε στον σύζυγό της ότι διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση. Η αποκάλυψη αυτή και παρότι το διαζύγιο είχε ήδη καταστεί αμετάκλητο, προκάλεσαν αμφιβολίες στον ενάγοντα σύζυγο για το αν είναι πράγματι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού αυτού. Οι αμφιβολίες του αυτές ενισχύονταν και από την συμπεριφορά της πρώην συζύγου του η οποία αρνιόταν πεισματικά να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε αντίστοιχη εξέταση. Έτσι ο ενάγων σύζυγος κινήθηκε τότε δικαστικά υποχρεώνοντας την τελευταία και το παιδί σε διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, η οποία και τελικά απέδειξε ότι «αποκλείεται να είναι ο βιολογικός πατέρας του κοριτσιού αυτού».
Το Εφετείο Πειραιώς έκρινε τη συμπεριφορά της εναγόμενης συζύγου άδικη και υπαίτια και άρα παράνομη ως ανέντιμη και προκλητική καθώς αυτή «προκειμένου να καλύψει την απιστία της προτίμησε να διατηρήσει την πλάνη του συζύγου της ότι είναι αυτός ο φυσικός πατέρας του τέκνου της» με αποτέλεσμα εκείνος να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, να αναλάβει και ο ίδιος και οι γονείς του αναπτύσσοντας ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό, τη φροντίδα του τέκνου της, χωρίς την ελευθερία της επιλογής, προσβάλλοντας βάναυσα την τιμή και υπόληψή του, το οποίο είχε ως συνέπεια «την κατάπτωση του συναισθηματικού του κόσμου και την ψυχική του φθορά». Μάλιστα αναφέρει η εν λόγω απόφαση ότι η απουσία πλέον της ανήλικης από τη ζωή του και κυρίως ο λόγος της απουσίας αυτής, η αποκάλυψη δηλαδή ότι δεν είναι ο βιολογικός της πατέρας, έγινε γρήγορα αντιληπτός τόσο στο συγγενικό όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον με αποτέλεσμα αυτός «λόγω και της θέσης του, ως αξιωματικός του στρατού, να καταστεί αντικείμενο σχολίων και αρνητικών συζητήσεων, γεγονός που επιβάρυνε την ήδη διαταραγμένη ψυχική του ισορροπία». Το γεγονός δε ότι εκείνος εντέλει προχώρησε τέσσερα χρόνια αργότερα σε σύναψη νέου γάμου δεν αναιρεί την προσβολή της προσωπικότητάς του από την τέως σύζυγό του. Επομένως κρίθηκε ως ορθή και αιτιολογημένη η πρωτόδικη απόφαση με την οποία η εναγόμενη σύζυγος υποχρεώθηκε να καταβάλλει το ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ στον ενάγοντα τέως σύζυγό της λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του.
Πέραν της αξιοσημείωτης αναφοράς, ότι για την κοινωνία και συνακόλουθα για το Δικαστήριο είναι δεδομένο ότι κάποιος «λόγω της θέση τους ως αξιωματικός» γίνεται αναμφίβολα αποδέκτης αρνητικών σχολίων, καθοριστικό ήταν στην εν λόγω υπόθεση το γεγονός ότι η εναγόμενη σύζυγος, όπως αποδείχτηκε, γνώριζε ότι το παιδί της ήταν εκτός γάμου, διατήρησε τη πλάνη του συζύγου της ότι αυτός ήταν ο βιολογικός του πατέρας – αρνούμενη να συμπράξει σε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση – και κυρίως, όπως εξίσου αποδείχθηκε, επί του μακρού χρονικού διαστήματος της πλάνης αυτής τόσο ο σύζυγός της όσο και οι γονείς του είχαν πραγματικά αφιερώσει τη ζωή τους στην ανατροφή του παιδιού της. Η αποκάλυψη επομένως πολύ μεταγενέστερα της πατρότητας του παιδιού αυτού και η ως άνω συμπεριφορά συνιστά μία «σοβαρή» προσβολή, ικανή και πρόσφορη να μειώσει την υπόληψη του συζύγου αυτού που αδικήθηκε και να στοιχειοθετήσει υπέρ του απαίτηση για αποζημίωση.
Το παρόν δεν αποτελεί νομική ή άλλη επαγγελματική συμβουλή και για οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι αναγνώστες θα πρέπει να αναζητήσουν τον αντίστοιχο επαγγελματία.