Η οικογενειακή στέγη κατά τη διάσταση – ποιος σύζυγος παραμένει στο σπίτι;
Όταν η έγγαμη συμβίωση δεν μπορεί πια να συνεχιστεί και η λύση βρίσκεται μόνο στην αποχώρηση του ενός συζύγου από το σπίτι, αναρωτιέται εύλογα κανείς ποιος είναι εκείνος από τους συζύγους που σύμφωνα με τον νόμο θα πρέπει να φύγει από την οικογενειακή στέγη και με ποια κριτήρια. Εν πρώτοις, μία λογική σκέψη είναι ότι από το ακίνητο το οποίο φιλοξενεί την οικογένεια δεν μπορεί να αποχωρήσει εκείνος ο σύζυγος στον οποίο αυτό ανήκει. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι.
Σύμφωνα με τον Αστικό μας Κώδικα (αρ. 1393 εδ. α’), σε περίπτωση που η έγγαμη συμβίωση διακόπτεται, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν λόγους επιείκειας, τις ειδικές συνθήκες καθενός εκ των συζύγων καθώς και το συμφέρον των τέκνων αν υπάρχουν, μπορεί να παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που μέχρι πρότινος αποτελούσε την στέγη όλης της οικογένειας στον έναν σύζυγο, ανεξαρτήτως από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα χρήσεώς του. Εκ της διάταξης αυτής λοιπόν γίνεται σαφές ότι το εμπράγματο δικαίωμα, δηλαδή η ιδιοκτησία, δεν παίζει κάποιο ρόλο στην απόφαση του δικαστή για ρύθμιση του ζητήματος της χρήσεως της οικογενειακής στέγης. Αντίθετα ο τελευταίος, μετά από σχετικό αίτημα του ενός συζύγου και κρίνοντας με γνώμονα την προστασία της οικογένειας, μπορεί να αποφασίσει να παραχωρήσει την άδεια παραμονής στο ακίνητο στον σύζυγο αυτόν, ακόμα και αν δεν τυγχάνει ιδιοκτήτης του ακινήτου. Στο ως άνω άρθρο προσδιορίζονται τρία αλληλένδετα κριτήρια και το δικαστήριο υποχρεούται να εξειδικεύει κάθε φορά τους λόγους επιεικείας, τις ειδικές συνθήκες του καθενός από τους συζύγους και το συμφέρον των τέκνων, που το οδήγησαν στην απόφασή του. Ως επιείκεια θεωρείται η περίπτωση αδυναμίας ευρέσεως άλλης κατοικίας με υπερβολική οικονομική επιβάρυνση, την οποία δεν δύναται να καλύψει ο άμεσα ενδιαφερόμενος, οι δε ειδικές συνθήκες προσδιορίζονται από τους όρους της μέχρι της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης ζωής των ενδιαφερομένων. Σε κάθε περίπτωση τα δύο πιο πάνω στοιχεία πρέπει να συνδυάζονται και με το συμφέρον των τέκνων.
Κάθε σύζυγος έτσι μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό με κατάθεση κύριας αγωγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, η δε απόφαση που θα εκδοθεί έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα, μπορεί δηλαδή, μετά από αντίστοιχο αίτημα που περιλαμβάνεται στην αγωγή, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, δηλαδή να μπορεί εκείνος ο σύζυγος που νίκησε να επιβάλλει άμεσα την απομάκρυνση του άλλου συζύγου από το σπίτι. Με την απόφαση δε αυτή μπορεί επίσης να απειληθεί έναντι του συζύγου που δεν θα μένει πια στην οικία χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση σε περίπτωση που παραβιάσει, δηλαδή διαταράξει τη κατοχή της οικογενειακής στέγης από τον παραμένοντα σύζυγο.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ως άνω ρύθμιση της κατοχής του ακινήτου που μέχρι πρότινος αποτελούσε την σκέπη του γάμου είναι προσωρινή και αφορά αποκλειστικά το διάστημα της διάστασης των συζύγων μέχρι την οριστική και επίσημη λύση αυτού. Δεν αποτελεί επομένως οριστικό δεδικασμένο και μπορεί σε κάθε περίπτωση να αναθεωρηθεί (τροποποιηθεί ή μεταρρυθμιστεί) όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Κατ’ επέκταση, αν δεν ζητηθεί κάτι τέτοιο, η ισχύς της ρυθμίσεως αυτής παύει αυτοδικαίως με την αμετάκλητη απόφαση που λύνει ή ακυρώνει τον γάμο, οπότε οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή, τη χρήση κλπ. του ακινήτου που υπήρξε η στέγη όλης της οικογένειας να διέπονται πλέον από τις γενικότερες διατάξεις του νόμου.
Το παρόν δεν αποτελεί νομική ή άλλη επαγγελματική συμβουλή και για οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι αναγνώστες θα πρέπει να αναζητήσουν τον αντίστοιχο επαγγελματία.